Μνημείο Αλέξανδρου Υψηλάντη


Πρόκειται για το μοναδικό για τον τύπο του ταφικό μνημείο του Αλέξανδρου Υψηλάντη ο οποίος αποδίδεται "Κοιμώμενος" πάνω σε σαρκοφάγο, έργο του Λεωνίδα Δρόση, γνωστό από το 1870. Ο τύπος της ελεύθερης σαρκοφάγου χρησιμοποιήθηκε πολύ στην Ευρώπη, κυρίως σε τάφους στρατηλατών μέσα στη φύση και σε πολεμικά μνημεία σε ιστορικούς τόπους. 

Ο Υψηλάντης γεννήθηκε το 1792 στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν απόγονος επιφανούς φαναριωτικής οικογένειας με προέλευση από τη βυζαντινή Τραπεζούντα, γιος και εγγονός ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, αξιωματικός του ρωσικού στρατού. Τραυματίστηκε βαριά στον πόλεμο κατά του Ναπολέοντα. Φίλος των γραμμάτων και γνώστης της σύγχρονης λογοτεχνίας, διαποτισμένος από ρηξικέλευθο πνεύμα, ρομαντικό και φιλελεύθερο, πρωτοπόρος στην ανάληψη επαναστατικής δράσης στον χώρο της Ανατολικής Ευρώπης ανέλαβε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας. Ξεκίνησε την Επανάσταση κατά της οθωμανικής κυριαρχίας περνώντας τον ποταμό Προύθο στις 22 Φεβρουαρίου του 1821 και ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και συγκεκριμένα στο Ιάσιο. Στη μάχη του Δραγατσανίου (7 Ιουνίου 1821) ο στρατός του καταστράφηκε και υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα. Ο Υψηλάντης συνελήφθη από τους αυστριακούς και φυλακίστηκε. Πέθανε δύο μήνες μετά την αποφυλάκισή του στις 31 Ιανουαρίου του 1828  στη Βιέννη. 
Προσωπογραφία του Αλέξανδρου Υψηλάντη (E.V. Rippingille, 1853, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)
Στη σαρκοφάγο είναι χαραγμένο οικόσημο το οποίο φέρει τη μορφή του Φοίνικα που αναγεννιέται από τις στάχτες του, ένα σπαθί, μια σημαία και το πηλήκιο του Ιερού Λόχου. Στην ανατολική πρόσοψη της σαρκοφάγου υπάρχει η επιγραφή: «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ». Αρχικά το μνημείο είχε τοποθετηθεί  στον κήπο του Πολυτεχνείου. Ο χώρος όμως κρίθηκε ακατάλληλος για την περαιτέρω παραμονή ενός ταφικού μνημείου και έτσι το μνημείο το 1964 μεταφέρθηκε στο Πεδίο του Άρεως μπροστά από τον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών. Τότε μάλιστα, έγινε ανακομιδή των οστών του Υψηλάντη τα οποία εναποτέθηκαν στο μνημείο. 


Ο γλύπτης Λεωνίδας Δρόσης γεννήθηκε το 1834 στο Ναύπλιο ή στην Τρίπολη το 1834 και πέθανε στη Νάπολη της Ιταλίας το 1882. Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών κοντά στον Κρίστιαν Ζίγκελ από το 1847 έως το 1855, ενώ το 1856, με κρατική υποτροφία πήγε στο Μόναχο, όπου σπούδασε κοντά στον Μαξ Βίντμαν έως το 1859. Εκεί γνώρισε τον έλληνα βαρώνο Σίμωνα Σίνα, ο οποίος τον υποστήριξε οικονομικά για τη συνέχιση των σπουδών του και αργότερα για την ανάθεση σημαντικών έργων, όπως η γλυπτική διακόσμηση της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1859 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Δρέσδης, όπου σπούδασε κοντά στον Ερνστ Χένελ. Στη συνέχεια ταξίδεψε στη Βιέννη, το Παρίσι και το Λονδίνο και κατέληξε στη Ρώμη, όπου άνοιξε εργαστήριο με πολλούς βοηθούς. Το 1868 αποδέχθηκε την πρόταση που του έγινε να διδάξει στο Σχολείο των Τεχνών και τον ίδιο χρόνο επέστρεψε στην Ελλάδα. Η δημιουργική του πορεία σταμάτησε πρόωρα, καθώς πέθανε σε ηλικία 48 ετών. Τα θέματά του είναι αλληγορικά και μυθολογικά, ανδριάντες και προτομές. Ήδη από τις πρωιμότερες συνθέσεις των σπουδαστικών του χρόνων, αποδείχθηκε ικανότατος στην επεξεργασία του μαρμάρου και κάτοχος του κλασικιστικού ιδιώματος. Λευκές και λείες επιφάνειες, ιδεαλισμός και εξιδανίκευση, αυστηρά περιγράμματα, σαφήνεια στη διάρθρωση των επιμέρους μερών και αριστοτεχνικές πτυχώσεις, εμμονή στη λεπτομέρεια και άψογη τεχνική αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά της γλυπτικής του. Η προσκόλληση ωστόσο σε πρότυπα, οδηγεί στην έλλειψη ζωντάνιας, κάτι που παρατηρείται συχνότερα στις μυθολογικές μορφές του. Με το έργο του και τη διδασκαλία του επηρέασε αρκετούς από τους μεταγενέστερους γλύπτες. (Πηγή: Ιστοσελίδα Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου – Ίδρυμα Ευριπίδη Κουτλίδη)

ΠΗΓΕΣ
Μαρκάτου, Δ., «Υπαίθρια γλυπτά 1843–1940»,  (Επτά Ημέρες, Η Καθημερινή, 25/10/1998. «Υπαίθρια Γλυπτική της Αθήνας»
Παυλόπουλος, Δ., Το Πεδίον του Άρεως (Επτά Ημέρες, Η Καθημερινή, 23/2/2003. "Η Κυψέλη")
Φωτογραφίες: Άννα Σαλαβέρη (22 - 03 -2015), Χλόη Παρέ - Αναστασιάδου (29 - 03 - 2015)